κυλικείο

κυλικείο
το (Α κυλικεῑον) [κύλιξ]
τραπέζι με ποτά και ποτήρια
νεοελλ.
1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο»)
2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται καφές, αναψυκτικά, γλυκίσματα, ξηροί καρποί κ.ά. προϊόντα
αρχ.
συμπόσιο, εορτή με ευωχία και διασκέδαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κυλικείο — το 1. τράπεζα πάνω στην οποία έχουν παρατεθεί διάφορα γλυκά, ποτά, οπωρικά κ.ά., για τους προσκαλεσμένους στην εσπερίδα, μπουφές. 2. το διαμέρισμα οικίας που παρατέθηκαν τα παραπάνω, ή το ειδικό διαμέρισμα πλοίου ή σιδηροδρομικού σταθμού κτλ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καντίνα — (I) η στεγασμένο ή όχι κυλικείο όπου πωλούνται αναψυκτικά, πρόχειρα φαγητά και διάφορα αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cantina]. (II) η η κυρίως σύζυγος τού σουλτάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kadine] …   Dictionary of Greek

  • κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… …   Dictionary of Greek

  • μπουφές — ο 1. έπιπλο για τη φύλαξη επιτραπέζιων σκευών 2. τμήμα κέντρου αναψυχής, όπου σερβίρονται ποτά ή πρόχειρο φαγητό, κυλικείο 3. τραπέζι με μεζέδες οι οποίοι προσφέρονται σε γιορτή ή συγκέντρωση, κατά την οποία οι καλεσμένοι σερβίρονται μόνοι τους… …   Dictionary of Greek

  • τραπεζοφόρος — ον,ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τραπεζοφόρον εκκλ. επικάλυμμα τής Αγίας Τράπεζας αρχ. 1. αυτός που μεταφέρει την τράπεζα 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τραπεζοφόρος δούλος που μετέφερε το τραπέζι 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ τραπεζοφόρος (στην Αθήνα) ιέρεια τής… …   Dictionary of Greek

  • φουαγιέ — το, Ν άκλ. αίθουσα, με κυλικείο συνήθως, σε θέατρο ή σε κινηματογράφο, όπου παραμένουν στα διαλείμματα οι θεατές και καπνίζουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. foyer < λατ. focarium (< λατ. focus «φωτιά, εστία»)] …   Dictionary of Greek

  • μπουφές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.) 1. έπιπλο μέσα στο οποίο φυλάγονται τα γυαλικά του σπιτιού. 2. κυλικείο: Πήραμε καφέδες από τον μπουφέ της σχολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φουαγιέ — το άκλ. (λ. γαλλ.), αίθουσα (συνήθως με κυλικείο) σε θέατρο, όπου μπορούν να παραμένουν οι θεατές στα διαλείμματα των παραστάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”